Από μικρό παιδί και μικρό εφηβάκι είχα ένα κόλλημα σχεδόν ερωτικό με τη μαγεία και τη μυθολογία. Διάβαζα ιστορίες από όλους τους λαούς της Γης, μου άρεσε να μαθαίνω για τις λεπτομέρειες στις βιογραφίες των ημίθεων και των πλασμάτων, τους συμβολισμούς και τα νοήματα, τις λέξεις και τα ανάλεκτα των θρύλων κάθε τόπου.
Η δικιά μου συνεισφορά σε όλα αυτό είναι μια γραμμή σκέψης που λέει ότι οι μύθοι είναι φοβερά χρήσιμοι για να μιλήσεις γρήγορα και βαθιά για τις μεγάλες αλήθειες, για έννοιες πιο δύσκολες και πιο ακατάδεχτες από την καθημερινότητά μας: Αντί να φιλοσοφείς για τον έρωτα χωρίς ανταπόκριση και τον αγώνα χωρίς αντίκρισμα, κάτσε να σου πω για το Δον Κιχώτη και τη Δουλτσινέα. Αντί να μονογραφείς επί αιώνες για το ηθικό χρέος, την πίστη στην οικογένεια αλλά και στους νόμους, να σου γνωρίσω τη φίλη μου την Αντιγόνη. Και πόσα ακόμη αντίστοιχα από λογοτεχνίες πέρα από τα σύνορα της Μεσογείου.
Εκεί που είχα καταλήξει είναι ότι η γλώσσα της μυθολογίας είναι αναγκαία όταν θες να πεις πράγματα “δύσκολα” που οι δυνάμεις-που-συγκρατούν-τον-κόσμο (η πολιτική οικονομία, η εξουσία, οι κοινωνικές δομές, κλπ) δεν μπορούν να ακούσουν. Στη μυθολογία υπάρχουν πράγματα που δεν λέγονται και δεν εξηγούνται, οι αλήθειες γλιστράνε μόνο ανάμεσα στις ομοιοκαταληξίες και τα παρατσούκλια των θεών και των τεράτων.
Αισθάνομαι ότι έχουμε περάσει στην εποχή της απομάγευσης, όπου οι μύθοι και οι ιστορίες δεν έχουν πια νόημα, κυρίως γιατί δεν έχουν πια “χρησιμότητα”.
Σήμερα η πραγματικότητα δεν χρειάζεται ούτε τραγούδι, ούτε τελάλη. Έρχεται και σε βρίσκει, ακάλεστη μεν, με ανοιχτή πόρτα δε, κάθε φορά που σκρολάρεις στο κινητό σου, στο κρεβάτι σου, στο γραφείο σου. “Το είδες αυτό με τους ομαδικούς τάφους σε εκείνο το νοσοκομείο στην Παλαιστίνη; Ναι, το είδα. Κι εγώ. Τρομερό, έτσι;”. “Καλά, τι είπε πάλι ο Άδωνις, αυτός είναι για ξύλο. Ναι ναι, άσε.” Η κυβέρνηση πέρασε το τάδε – α ΟΚ, απλώς όσο τώρα μάς γαμούσανε έτσι, τώρα θα έχει κι αυτό.”
Και τώρα; Να σου πω τί; Δεν κρύβεται κάτι πίσω από τις λέξεις, δεν υπάρχουν παρερμηνείες ή κρυφά νοήματα. Υπάρχει ακόμη “doublespeak” όπως μας δίδαξε το “1984” (π.χ. Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη = σας δέρνουμε για να ξεχάσετε ότι είμαστε κολλητάρια της Μαφίας”) αλλά ακόμη κι αυτό έχει κοντά ποντάρια. Δεν υπάρχουν υπόνοιες, αιχμές, παρερμηνείες. Τα πράγματα είναι έτσι και μόνο έτσι και δεν θα προσπαθήσει κανένας να σε εξαπατήσει. Οι δυνάμεις-που-συγκρατούν-τον-κόσμο παραμένουν στη θέση τους και συνεχίζουν να μας περιστρέφουν.
Σε εμάς αυτό που έχει μείνει είναι η τέλεια εκδοχή της δυστοπίας του Αναγνωστάκη. Τώρα το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να “λέμε το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι”. Γιατί αν δεν κάνουμε ούτε αυτό, τότε είμαστε αυτό που η νεολαία της εποχής αποκαλεί “ντελούλου”.
Αντίθετα, αυτό που μπορεί και να έχει νόημα να κάνουμε αυτή τη φορά είναι να δεθούμε με την απομάγευση και να δούμε πόσο μακριά μπορεί να μας πάει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά να μάθουμε, με ανάλυση και κατανόηση, πώς θα γίνουμε κι εμείς μια δύναμη-που-συγκρατεί-τον-κόσμο. Γιατί, όπως και πάντοτε, περί αυτού πρόκειται. Απλώς με πρωτοβουλία των ίδιων αυτών δυνάμεων, έχουμε αφαιρέσει από το μεταξύ μας ένα πεδίο επικοινωνίας.
[θα ανανεωθεί και θα διορθωθεί μετά από σχόλια]
Leave a Reply