Πριν λίγες μέρες, ζήτησα από φίλους μου να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο φωτογραφίες του Unsplash με την υπόσχεση να γράψω μία ιστορία με βάση την πιο δημοφιλή. Είναι ένα παιχνίδι που λέω να συνεχίσω, οπότε ελπίζω πραγματικά ελπίζω να βγήκε κάτι καλό και να σας αρέσει. Σχόλια, κριτικές, προτάσεις, από κάτω.
Υπάρχει ένα πράγμα που με πιάνει το καλοκαίρι εδώ στην ΑΘήνα, και το παρατηρώ όλο και πιο έντονα όσο μεγαλώνω. Ένα από τα μεγάλα μου παράπονα από τη ζωή στην είναι ότι δεν έχει μυρωδιά. Και δεν εννοώ ότι δεν έχει όμορφα σημεία, ή ότι δεν έχει ωραία μυρωδιά, αλλά ότι πολλές φορές είναι σαν να μην έχει καθόλου! Είναι λες και αυτοί οι δρόμοι δεν έχουν τίποτα να πουν, καμία ανάγκη να ξεχωρίσουν, καμία θέληση να μοιάζουν ανθρώπινοι. Οι μόνες φορές που καταλαβαίνω κάτι διαφορετικό είναι, για παράδειγμα, όταν οι Σομαλοί στο ισόγειο έχουν μαγειρέψει -ποιος ξέρει τι- και βρωμάει τέλεια όλο το ασανσέρ, ή όποτε περνάω έξω από κάτι μπαλκόνια με απλωμένα παπλώματα που στάζουν μαλακτικό.
Στην Αθήνα είμαι τώρα έξι χρόνια, αλλά και πάλι δυσκολεύομαι να πάρω απόφαση πως έγινα Αθηνέζος. Δεν ήταν αυτά τα πλάνα μου, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι όποτε καμιά φορά γυρίζω “στο χωριό μου” και κυκλοφορώ ένα γύρω με το ποδήλατο, είναι λες και μου ξαναβάζει κάποιος τα ρουθούνια στη θέση τους, σαν εκείνες τις κούκλες με τον Κύριο Πατάτα. Ο χάρτης της πόλης που μεγάλωσα είναι φτιαγμένος με δεκάδες σημαδάκια από τα μέρη που σημαίνουν κάτι για μένα, από τις γωνιές που έχουν κάτι να πουν, που ξεχωρίζουν, που μοιάζουν ανθρώπινες. Ένα από αυτά τα σημεία είναι και το πράσινο σπίτι.
Το πράσινο σπίτι είναι χτισμένο λίγα τετράγωνα μακριά από το κέντρο της πόλης, εκεί που κάποτε ήταν οι παραδοσιακές κατοικίες των ψαράδων. Είναι ένα σπίτι που μοιάζει παράταιρο, το καημένο, ανάμεσα στα άλλα τα χαμηλά, τα πετρόκτιστα με τα κεραμίδια. Ετούτο είναι ψηλοτάβανο, καινούργιο, φρεσκοβαμμένο, με ξύλινες διάκοσμους, ξένο κι αυτό σαν τους Σομαλούς μου. Μόνιμοι κάτοικοι της οικίας ήταν ένας κύριος και δύο κυρίες, αδέρφια, μετανάστες από τη Γερμανία και την Αυστραλία στα καλά τα χρόνια που έπαιζαν δουλειές στο εξωτερικό για τους αποφοίτους της έκτης γυμνασίου. Η γιαγιά μου με έστελνε συχνά πυκνά με δέματα για τους παλιούς της γείτονες, συνήθεια που κρατήσαμε σε κάθε περίπτωση για πολλά χρόνια.
Για αυτά τα θελήματα δεν είπα ποτέ όχι. Για κάθε μία διαδρομή από την πόρτα μας στην πόρτα τους, θυμάμαι πάντα μια αίσθηση ευθύνης και μια ανυπομονησία, απότοκο της διακριτικής αρχοντιάς τους σε κάθε τι. Πάντα φιλόξενοι, με μια σοκολάτα για μένα “που την έστελνε ο άλλος αδερφός”, και ποτέ να μη φεύγω με άδεια χέρια για το σπίτι. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που χαιρόταν ο παππούς μου να καθαρογράφει το τηλέφωνό τους στον κατάλογο, κάθε φορά που άλλαζε ατζέντα.
Μέχρι και σήμερα, το πράσινο σπίτι είναι ακόμα στη θέση του, οι πόρτες του είναι ανοιχτές, τα τζάμια του σπασμένα, ανοιχτά κι αυτά, σαν ρουθούνια, στη θέση τους για να χαζεύουν τα λόγια μας, τις πράξεις μας, την ανθρωπιά μας.
Για την ιστορία (pun), το σκορ ήταν 9-6 και η φωτογραφία που δεν επιλέχθηκε ήταν αυτή εδώ.
Leave a Reply