06.45, βάρδια απογευματινή.
Βέβαια, το βράδυ και το πρωί δεν έχουν καμία σημασία, μόνο οι ώρες που περνά κανείς εκεί έξω και οι ημέρες στο calendar που αλλάζουν.
Ο Φερ αδειάζει την κούπα τον καφέ και ξεκινά για την πιο ενδιαφέρουσα δουλειά του κόσμου, μια βάρδια που θα ζήλευαν όλα τα παιδιά της γης που έζησαν, άκουσαν ή ονειρεύτηκαν το μεγάλο άλμα της ανθρωπότητας.
Ο ήλιος είναι κρυμμένος πίσω από τον διαστημικό σταθμό και τού κρύβει την ορατότητα.
Η νύχτα του μόλις ξεκινά.
Απλώνει τα εργαλεία του στην αντιβαρύτητα, διαλέγει προσεκτικά το μεγάλο ή το μικρό κλειδί και φέρνει μερικές βόλτες τους συνδέσμους των εξωτερικών συστημάτων. Ξαφνικά ένα αιωρούμενο σωματίδιο θρυμματίζει την τροφοδοσία του και τον αφήνει έντρομο να αιωρείται, κι αυτός στο κενό, μαζί με τα υπόλοιπα εργαλεία.
Ο Φερ παγώνει. Είναι μόνος. Είναι σχεδόν ήδη νεκρός.
Κοιτάζει γύρω του, τίποτα.
Τρέχει πίσω στη σχολή, στην εκπαίδευση και στη μελέτη.
Επίσης τίποτα.
Γυρίζει στην Ακαδημία, προσπαθεί να θυμηθεί γιατί το έκανε αυτό εξαρχής. Ήταν μάλλον το όνειρό του να βγει έξω, έπρεπε να το ζήσει.
Στην πραγματικότητα, ο Φερ είναι ένα ακόμα θύμα των ονείρων του, όπως και τόσα άλλα θύματα. Δεν είχε ποτέ την ανάγκη να περπατάει ολομόναχος, στερημένος ακόμα και του εδάφους μερικές δεκάδες χιλιάδες μίλια πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Γιατί ο Φερ είχε ανάγκη τη θάλασσα.
Έτσι τώρα, ελεύθερος να βουλιάζει χωρίς επιστροφή στον χαμό του, ξεκούρδιστος και λυμένος από κάθε τροφοδοσία, κάθε οξυγόνο, πνίγεται σε έναν νέο ωκεανό.
Έναν ωκεανό που με θαυμασμό διαπιστώνει ότι ο ίδιος έχει επιλέξει να κολυμπήσει.
Κι αυτό ήταν πάντοτε το όνειρό του.
Να φτάσει μέχρις εδώ. Και να ακούσει.
Τι;
Τίποτα.
Leave a Reply